- γερασφόρος
- γερασφόρος1 honoured γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (i. e. Κένταυρον) P. 2.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γερασφόρος — γερασφόρος, ον (Α) τιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
γερασφόρος — winning honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερασφόρον — γερασφόρος winning honour masc/fem acc sg γερασφόρος winning honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)